- ανταυγάζω
- yansımayı yansıtmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανταυγάζω — ἀνταυγάζω (AM) 1. λάμπω 2. συναγωνίζομαι κάποιον στη λάμψη … Dictionary of Greek
ἀνταυγάζον — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc voc sg ἀνταυγάζω expose to the light pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγάζοντα — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγαζούσης — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγάζειν — ἀνταυγάζω expose to the light pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγάζοντος — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγάζουσα — ἀνταυγάζω expose to the light pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταυγάσοντες — ἀνταυγάζω expose to the light fut part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταυγαστήρας — ο εξάρτημα λάμπας που ανακλά το φως προς ορισμένη κατεύθυνση, αμπαζούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον φιλόλογο Παναγιώτη Φέρμπο, ως απόδοση του γαλλ. reverbere] … Dictionary of Greek
ανταύγαστρο — το [ανταυγάζω] ανταυγαστικός καθρέφτης (προσαρμόζεται σε λαμπτήρες ή χρησιμοποιείται για τον φωτισμό δρόμων ή υπόγειων διόδων κατά τη νύχτα) … Dictionary of Greek